-
1 πολυπειρος
2
См. также в других словарях:
πολύπειρος — η, ο / πολύπειρος, ον ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αποκτήσει πολλή πείρα, που έχει πολλές εμπειρίες («πολυταξιδεμένος και πολύπειρος») 2. αυτός που έχει βαθιά γνώση λόγω τής εμπειρίας του («πολύπειρος γιατρός») αρχ. συνετός, φρόνιμος, («δεῖ δὴ νυνί σε… … Dictionary of Greek
πρωτόπειρος — η, ο / πρωτόπειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που για πρώτη φορά επιχειρεί να κάνει κάτι 2. (κατ επέκτ.) αδέξιος, ατζαμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πειρος (< πείρα), πρβλ. πολύ πειρος] … Dictionary of Greek
σύμπειρος — ον, Α πολύ έμπειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πειρος (< πείρα), πρβλ. έμ πειρος] … Dictionary of Greek