-
1 πολυμητις
См. также в других словарях:
μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… … Dictionary of Greek
πολύμητις — ήτιος, ὁ, ἡ, Α (προσωνυμία τού Οδυσσέως και τού Ηφαίστου) αυτός που έχει πολλή φρόνηση, πολύ συνετός, πολυμήχανος (α. «πολύμητις Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ. β. «πολυμήτιος Ἡφαίστοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ.… … Dictionary of Greek
παμμήτις — παμμῆτις, ήτιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που γνωρίζει τα πάντα ή που εφευρίσκει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μῆτις «φρόνηση, σκέψη» (πρβλ. πολύ μητις)] … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
Impersonnel — Personne Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom … Wikipédia en Français
Perso — Personne Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom … Wikipédia en Français
Personne humaine — Personne Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom … Wikipédia en Français
Personnel — Personne Cette page d’homonymie répertorie les différents sujets et articles partageant un même nom … Wikipédia en Français
Polypheme — Polyphème Pour les articles homonymes, voir Polyphème (homonymie). Ulysse et ses compagnons aveuglant Polyphème, amphore proto attique … Wikipédia en Français
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… … Dictionary of Greek