-
1 πολυσαρκος
-
2 πολύσαρκος
η, ο [ος, ον ] жирный, полный, тучный
См. также в других словарях:
πολύσαρκος — very fleshy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύσαρκος — η, ο / πολύσαρκος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σάρκες, ο πολύ παχύς, ευτραφής, παχύσαρκος μσν. μτφ. ο πολύ ανόητος, κουτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύ σαρκος] … Dictionary of Greek
πολύσαρκος — η, ο αυτός που έχει πολλές σάρκες, παχύς, παχύσαρκος, χοντρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύσαρκον — πολύσαρκος very fleshy masc/fem acc sg πολύσαρκος very fleshy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσαρκότερα — πολύσαρκος very fleshy neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκοις — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκοισιν — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκου — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκους — πολύσαρκος very fleshy masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκων — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσάρκῳ — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)