Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολύσαρκος

См. также в других словарях:

  • πολύσαρκος — very fleshy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύσαρκος — η, ο / πολύσαρκος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές σάρκες, ο πολύ παχύς, ευτραφής, παχύσαρκος μσν. μτφ. ο πολύ ανόητος, κουτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. παχύ σαρκος] …   Dictionary of Greek

  • πολύσαρκος — η, ο αυτός που έχει πολλές σάρκες, παχύς, παχύσαρκος, χοντρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύσαρκον — πολύσαρκος very fleshy masc/fem acc sg πολύσαρκος very fleshy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσαρκότερα — πολύσαρκος very fleshy neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσάρκοις — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσάρκοισιν — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσάρκου — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσάρκους — πολύσαρκος very fleshy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσάρκων — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσάρκῳ — πολύσαρκος very fleshy masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»