-
1 πολυπους
-
2 πολύπους
ους, συν 1. имеющий много ножек, многоногий;2. (ο) 1) осьминог; 2) мед. полип -
3 πολυποδης
-
4 πολυχειρ
- χειρος adj.1) многорукий(π. καὴ πολύπους Ἐρινύς Soph.; πολύπους καὴ π. Arst.)
2) располагающий большим войском(π. καὴ πολυναύτας, sc. Ξέρξης Aesch.)
-
5 ανοστεος
-
6 βοτρυδον
adv. в виде гроздьев(μέλισσαι β. πέτονται Hom.; τίκτει ὅ πολύπους ᾠὰ β. Arst.; ἑσμοῦ δίκην Luc.)
-
7 πλεκτανη
(ᾰ) ἥ1) извив, кольцо(ὄφεων πλεκτάναι Aesch.)
π. καπνοῦ Arph. — клуб(ы) дыма2) вихрь(π. χειμάρροος Aesch.)
3) щупальце(ὅ πολύπους ὡς χερσὴ χρῆται ταῖς πλεκτάναις Arst.)
4) pl. сети, тенета
См. также в других словарях:
πολύπους — πολύπος masc acc pl πολύπους 1 many footed masc/fem nom/voc sg (attic) πολύπους 2 poulp masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπους — οδος, ο βλ. πολύποδας … Dictionary of Greek
πολύποδα — πολύπους 1 many footed masc acc sg πολύπους 1 many footed neut nom/voc/acc pl πολύπους 1 many footed masc/fem acc sg πολύπους 2 poulp neut acc pl πολύπους 2 poulp masc acc sg πολύπους 2 poulp neut nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπόδων — πολύπους 1 many footed neut gen pl πολύπους 1 many footed masc/fem/neut gen pl πολύπους 2 poulp masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύποδας — πολύπους 1 many footed masc/fem acc pl πολύπους 2 poulp masc/fem acc pl πολύπους 2 poulp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύποδες — πολύπους 1 many footed masc/fem nom/voc pl πολύπους 2 poulp masc nom/voc pl πολύπους 2 poulp masc/fem nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύποσι — πολύπους 1 many footed neut dat pl πολύπους 1 many footed masc/fem/neut dat pl πολύπους 2 poulp masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύποσιν — πολύπους 1 many footed neut dat pl πολύπους 1 many footed masc/fem/neut dat pl πολύπους 2 poulp masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπουν — πολύπους 1 many footed masc acc sg πολύπους 1 many footed masc/fem acc sg πολύπους 2 poulp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύποδι — πολύπους 1 many footed masc/fem/neut dat sg πολύπους 2 poulp masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύποδος — πολύπους 1 many footed masc/fem/neut gen sg πολύπους 2 poulp masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)