-
1 πολυπλεθρος
21) протяжением во много плетров, т.е. обширный(γύαι Eur.)
2) владеющий многими плетрами (земли) Luc.
См. также в других словарях:
πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek
πολύπλεθρον — πολύπλεθρος many masc/fem acc sg πολύπλεθρος many neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλεθρότατος — πολύπλεθρος many masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλέθροις — πολύπλεθρος many masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλέθρους — πολύπλεθρος many masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλέθρων — πολύπλεθρος many masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπλεθρα — πολύπλεθρος many neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπέλεθρος — ον, Α βλ. πολύπλεθρος … Dictionary of Greek