-
1 πολυμυξος
См. также в других словарях:
πολύμυξος — ον, Α (για λύχνο) αυτός που έχει πολλά φιτίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μυξος (< μύξα «θρυαλλίδα τού λύχνου»), πρβλ. μονό μυξος] … Dictionary of Greek
1 πολυμυξος
πολύμυξος — ον, Α (για λύχνο) αυτός που έχει πολλά φιτίλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μυξος (< μύξα «θρυαλλίδα τού λύχνου»), πρβλ. μονό μυξος] … Dictionary of Greek