-
1 πολυκωμος
См. также в других словарях:
πολύκωμος — (I) ον Α 1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό κωμος]. (II) ον, Μ (για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες,… … Dictionary of Greek
πολύκωμον — πολύκωμος much revelling masc/fem acc sg πολύκωμος much revelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκώμους — πολύκωμος much revelling masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι … Dictionary of Greek