Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

πολύθεος

См. также в других словарях:

  • πολύθεος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθεος — η, ο / πολύθεος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλούς θεούς (α. «πολύθεη θρησκεία» β. «μηδ ἴδῃς μ ἐξ ἑδρῶν πολυθέων ῥυσιασθεῖσαν», Αισχύλ.) 2. αυτός που ανήκει σε πολλούς θεούς («πολυθεοτάτη γάρ, ὡς ὁρᾷς, ἡ ἐκκλησία», Λουκιαν.) 3. αυτός που πιστεύει …   Dictionary of Greek

  • πολυθέως — πολύθεος of adverbial πολύθεος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθεον — πολύθεος of masc/fem acc sg πολύθεος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθεωτάτη — πολύθεος of fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθέοις — πολύθεος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθέου — πολύθεος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθέους — πολύθεος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθέων — πολύθεος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυθέῳ — πολύθεος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύθεα — πολύθεος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»