-
1 πολυγλωσσος
атт. πολύγλωττος 21) многоязыкий, т.е. прорицающий всеми своими листьями2) говорящий на многих языках(ἐγὼ δὲ οὐ π. εἰμι Luc.)
-
2 πολύγλωσσος
η, ο [ος, ον ] 1.1) многоязычный; 2) владеющий многими языками; 3) написанный на многих языках; 2. (ο) полиглот -
3 πολύγλωσσος
[полиглоссос] επ многоязычный. -
4 πολύγλωσσος
[полиглоссос] ουσ α полиглот. -
5 δρυς
δρῠός, у Hes. тж. δρῡός ἥ (dat. δρυΐ, acc. δρῦν; pl.: nom. δρύες и δρῦς, acc. δρύας и δρῦς)1) дерево(ὅ δρυοκολάπτης κόπτει τὰς δρῦς Arst.)
πίειρα δ. Soph. = πεύκη2) преимущ. дуб Hom., Hes., Trag., Arst., Plut.δ. προσήγορος Aesch. или πολύγλωσσος Soph. — вещий дуб ( по шелесту которого гадали);
в погов.:δ. καὴ πέτρα — дуб (дерево) и камень, т.е. и то и се, всякая всячина;οὐ νῦν ἔστιν ἀπὸ δρυὸς οὐδ΄ ἀπὸ πέτρης ὀαριζέμεναι Hom. — не время разглагольствовать;διὰ πέτρας καὴ διὰ δρυὸς ὁρᾶν Plut. — видеть все насквозь;
См. также в других словарях:
πολύγλωσσος — manytongued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγλωσσος — η, ο, Ν ΜΑ, πολύγλωσσος και πολύγλωττος, ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γλώσσες 2. αυτός που ξέρει και χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες ή διαλέκτους νεοελλ. 1. αυτός που έχει γραφεί σε πολλές γλώσσες («πολύγλωσση επιγραφή») 2. αυτός που αποδίδει, που … Dictionary of Greek
πολύγλωσσος — η, ο 1. αυτός που γνωρίζει να μιλά πολλές γλώσσες. 2. ο γραμμένος σε πολλές γλώσσες: Πολύγλωσσο λεξικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύγλωσσον — πολύγλωσσος manytongued masc/fem acc sg πολύγλωσσος manytongued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγλωττον — πολύγλωσσος manytongued masc/fem acc sg (attic) πολύγλωσσος manytongued neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τζίκος, Περικλής — Πολύγλωσσος λόγιος του 19ου αι., που γεννήθηκε το 1851 στο Λονδίνο από γονείς που κατάγονταν από την Ήπειρο. Σπούδασε στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Αυστρία και στην Ιταλία. Ίδρυσε στη Ρώμη το περιοδικό Μινέρβα. Ο Τ. έγραψε διάφορα έργα στα… … Dictionary of Greek
πολυγλώσσοιο — πολύγλωσσος manytongued masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγλώσσου — πολύγλωσσος manytongued masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγλώσσους — πολύγλωσσος manytongued masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγλώσσων — πολύγλωσσος manytongued masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγλώσσῳ — πολύγλωσσος manytongued masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)