Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολύβοτος

См. также в других словарях:

  • πολύβοτος — much nourishing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύβοτος — ον, Α 1. πολύτροφος 2. αυτός που έχει πολλούς τόπους κατάλληλους για βοσκή («γῆν πολύκαρπον καὶ πολύβοτον», Δίον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. εύ βοτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύβοτον — πολύβοτος much nourishing masc/fem acc sg πολύβοτος much nourishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβότου — πολύβοτος much nourishing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυβότων — πολύβοτος much nourishing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολύβωτος — ον, Α 1. αυτός που τρέφει πολλούς 2. εύφορος 3. ειρων. επίθετο τής νήσου Σερίφου, επειδή είναι άγονη. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πολύβοτος*. Η τροπή του ο σε ω οφείλεται σε μετρ. λόγους] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»