-
1 πολυ-πρήων
πολυ-πρήων, ωνος, mit vielen Hügeln; κολώνη, Hermesian. v. 57 b. Ath. XIII, 598 a, alte v. l. πολυπρίων.
-
2 πολυπρήων
πολυ-πρήων, ωνος, mit vielen Hügeln
См. также в других словарях:
πολυπρήων — ονος, ὁ, Α αυτός που έχει πολλούς εξέχοντες βράχους, πολλές κορυφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρηών (άλλος τ. τού πρῶν «κορυφή»), πρβλ. προ πρήων] … Dictionary of Greek