Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολύ-ψοφος

См. также в других словарях:

  • πολύψοφος — ον, Μ ζωηρός, σθεναρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ψόφος «βοή, ταραχή» (πρβλ. μεγαλό ψοφος)] …   Dictionary of Greek

  • ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… …   Dictionary of Greek

  • ψοφοδιψώ — και ασυναίρ. τ. ψοφοδιψάω Ν διψώ πολύ, πεθαίνω από τη δίψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + διψώ] …   Dictionary of Greek

  • ψοφοκοιμούμαι — Ν (αμτβ.) (υποτιμητικά) κοιμούμαι πολύ βαριά, ψοφολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + κοιμούμαι] …   Dictionary of Greek

  • ψοφολογώ — και ασυναίρ. τ. ψοφολογάω, Ν (υποτιμητικά) 1. είμαι ετοιμοθάνατος 2. κοιμούμαι πολύ βαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (II) + λογώ*] …   Dictionary of Greek

  • ψόφιος — α, ο, Ν 1. (για ζώο) νεκρός 2. (για πράγμ.) άψυχος 3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ εξαντλημένος, εξουθενωμένος (α. «είμαι ψόφιος από την πείνα» β. «είμαι ψόφιος από την κούραση») β) νωθρός, μαλθακός ή δειλός, άτολμος. επίρρ... ψόφια Ν (κυρίως μτφ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»