-
1 πολύφημος
2 = πολύφατος, θρῆνος πολύφαμος Pi.I.8(7).64.II manyvoiced, wordy,ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Od.2.150
; ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι to bring it forth to the many-voiced, i.e. the agora (the 'parliament'), Orac. ap. Hdt.5.79.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύφημος
-
2 πολύφημος
πολύ-φημος ( φήμη): of many songs; ἀοιδός, Od. 22.376; of many voices, buzzing; ἀγορή, Od. 2.150.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολύφημος
См. также в других словарях:
πάμφημος — πάμφημος, ον (Α) (κατά τον Ζωναρ.) αυτός που λέγει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] … Dictionary of Greek
παλίμφημος — παλίμφημος, ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, ον) 1. αυτός που αναιρεί τα λόγια του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» η παλινωδία, Ευρ.) 2. κακόφημος, δύσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] … Dictionary of Greek
πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… … Dictionary of Greek
ψευδόφημος — ον, Α αυτός που ανήκει σε ψευδή φήμη, σε αναληθή προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] … Dictionary of Greek
υπέρφημος — ον, Μ αυτός που υπερβαίνει τη φήμη όλων τών άλλων, πολύ φημισμένος, πολύ ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φήμος (< φήμη), πρβλ. περί φημος] … Dictionary of Greek