Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πολύ-φημος

См. также в других словарях:

  • πάμφημος — πάμφημος, ον (Α) (κατά τον Ζωναρ.) αυτός που λέγει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] …   Dictionary of Greek

  • παλίμφημος — παλίμφημος, ον (Α και δωρ. τ. παλίμφαμος, ον) 1. αυτός που αναιρεί τα λόγια του, αυτός που ανακαλεί όσα είπε («παλίμφαμος ἀοιδά» η παλινωδία, Ευρ.) 2. κακόφημος, δύσφημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] …   Dictionary of Greek

  • πολύφημος — Ένας από τους Κύκλωπες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Θόωσας. Κατά τον Ευριπίδη, ήταν ο πατέρας των άλλων Κυκλώπων, αλλά σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν ο μεγαλύτερος αδελφός τους. Παρουσιάζεται ως… …   Dictionary of Greek

  • ψευδόφημος — ον, Α αυτός που ανήκει σε ψευδή φήμη, σε αναληθή προφητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ φημος] …   Dictionary of Greek

  • υπέρφημος — ον, Μ αυτός που υπερβαίνει τη φήμη όλων τών άλλων, πολύ φημισμένος, πολύ ξακουστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φήμος (< φήμη), πρβλ. περί φημος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»