-
1 πολύ-φερνος
πολύ-φερνος, = πολύεδνος, Hesych. v. ἄεδνος.
-
2 πολύφερνος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύφερνος
См. также в других словарях:
πολύφερνος — η, ο / πολύφερνος, ον, ΝΑ νεοελλ. (για γυναίκα) αυτή που έχει μεγάλη προίκα («πολύφερνη νύφη») αρχ. (για γυναίκα) αυτή που έλαβε πολλά γαμήλια δώρα, πολύεδνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φερνος (< φερνή «προίκα»), πρβλ. ά φερνος] … Dictionary of Greek