Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πολύ-τεχνος

См. также в других словарях:

  • λεπτότεχνος — η, ο επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος, λεπτουργημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ά τεχνος, πολύ τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • ματαιότεχνος — ματαιότεχνος, ον (Α) αυτός που ασχολείται με μάταιη και ανώφελη τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. λεπτότεχνος, πολύ τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιότεχνος — ομοιότεχνος, ον (Α) αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με έναν άλλο, ομότεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. πολύ τεχνος] …   Dictionary of Greek

  • πολύτεχνος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν σύζυγος της Αηδόνας, η οποία καυχήθηκε ότι ήταν περισσότερο ευτυχισμένη από την Ήρα επειδή ζούσε αρμονικότερα με τον άντρα της από ό,τι η θεά με τον Δία. * * * η, ο/πολύτεχνος, ον, ΝΑ επιδέξιος ή ασκημένος σε πολλές… …   Dictionary of Greek

  • κατάτεχνος — κατάτεχνος, ον (Α) εντελώς σύμφωνος με τους κανόνες τής τέχνης, πολύ έντεχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έν τεχνος, σύν τεχνος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»