Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολύ-σχιστος

См. также в других словарях:

  • ολόσχιστος — ὁλόσχιστος, ον (Α) αυτός που έχει τελείως αποσχιστεί, ο εντελώς αποσχισμένος, («τῶν περικαλυμμάτων τὰ μὲν ὁλόσχιστα, σύνθετα δὲ ἕτερα», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ σχιστος] …   Dictionary of Greek

  • τετράσχιστος — ον, Α σχισμένος ή διαιρεμένος σε τέσσερα κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + σχιστός (< σχίζω), πρβλ. πολύ σχιστος] …   Dictionary of Greek

  • πολύσχιστος — ον, Α (κυρίως για δρόμο) αυτός που διακλαδίζεται σε πολλά στενά δρομάκια ή μονοπάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σχιστός (< σχίζω)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • αδένες — Επιθυλιακά όργανα του αίματος ανθρώπων και ζώων. Κύρια δραστηριότητά τους είναι η παραγωγή και έκκριση ουσιών που δεν τις χρησιμοποιούν αυτά τα ίδια, παρά άλλα μέρη του οργανισμού. Υπάρχουν και κύτταρα που εκτελούν τέτοια λειτουργία και γι’ αυτό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»