-
1 πολύ-σταχυς
πολύ-σταχυς, υ, vielährig, ährenreich; Theocr. 10, 42; Strab. XV u. Sp.; πολυσταχής, f. L.
-
2 στάχυς
στάχυς, - υοςGrammatical information: m.Meaning: `ear (of corn)' (Ψ 598), metaph. `offshoot' (poet.), as plantname (Dsc. a. o.), `surgical bandage' (medic.) a. o.Other forms: (-ῡς E. HF 5, -ῠν Call., A. R.). See below.Compounds: Compp., e.g. σταχυο-βολέω `to put forth ears' (Thphr.), πολύ-σταχυς `rich of ears' (Theoc., Str.).Derivatives: σταχυ-ηρός `bearing ears' (Thphr.), - ώδης `ear-like, full of ears' (Thphr., Nonn.), - ῐνος `of ears' (Olympia), - ῖτις f. (- ίτης m.) plantname (Ps.-Dsc.; Redard 77), - όομαι `to develop into an ear' (Dsc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)Etymology: No etymology. Since Fick (1, 569; 3, 481) connected with a German. verb. for `sting' in OWNo. stinga, OE stingan, to which belong a few nouns, e.g. OHG stanga f. `stick, pole, bar', MHG stunge `prickle'; here also a richly developed Balt. group of words, a. o. Lith. stangùs `stiff, fixed', stangà f. `effort', stìngti `get fixed, stiff'; IE * stengh- (zero grade stn̥gh- in στάχυς, MHG stunge, Lith. stìngti). Further forms w. lit. in WP. 2, 622 f., Pok. 1014 f., Fraenkel s. stangà. On the variant ἄσταχυς s. v. and Kretschmer Glotta 21, 89 (ἀ- Anatolian?). -- Cf. στόνυξ and στόχος. - The variant shows that the word is Pre-Greek (Furnée 373).Page in Frisk: 2,779Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στάχυς
-
3 πολύ-μετρος
πολύ-μετρος, von vielen Maßen, bes. Versmaßen, Sp.; δρᾶμα πολύμετρον, Ath. XIII, 608 d; auch viel messend, groß, στάχυς, Eur. fr. b. Ar. Ran. 1238 u. Sp.
-
4 πολύσταχυς
A rich in ears of corn,Δάματερ Theoc.10.42
;ὕψος τοῦ φυτοῦ τετράπηχυ, π. καὶ πολύκαρπον Str.15.1.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύσταχυς
-
5 πολύσταχυς
πολύ-σταχυς, υ, vielährig, ährenreich -
6 πολυσταχυς
-
7 πολύμετρος
πολύ-μετρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύμετρος
-
8 πολυμετρος
См. также в других словарях:
μεγαλόσταχυς — μεγαλόσταχυς, υ (Α) αυτός που έχει μεγάλο στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στάχυς (πρβλ. καλλί σταχυς, πολύ σταχυς)] … Dictionary of Greek
πολύσταχυς — υ, ΜΑ αυτός που έχει πολλά στάχια («Δάματερ πολύσταχυ», θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στάχυς (πφλ. μεγαλό σταχυς)] … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
σίκαλη ή βρίζα — (ΣίκαλIς η σιτηρά). Ετήσιο σιτηρό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα). Καλλιεργείται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, σε μερικές μάλιστα (Τσεχοσλοβακία, Γερμανία, Πολωνία) υπερβαίνει και την καλλιέργεια του σταριού, επειδή… … Dictionary of Greek
αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ … Dictionary of Greek
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek
λεβάντα — Είδος δικοτυλήδονου, φρυγανώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Lavandula spica. Πρόκειται για πολύκλαδο θάμνο που φτάνει σε μέγιστο ύψος τα 45 εκ. Η λ. διαθέτει γραμμοειδή, λογχοειδή, σχεδόν… … Dictionary of Greek
ολιγόπυρος — (I) ὀλιγόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει λίγους κόκκους σίτου («στάχυς μικρὸς καὶ ὀλιγόπυρος», Θεόφρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. πολύ πυρος)]. (II) ὀλιγόπυρος, ον (Μ) αυτός που έχει λίγη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek