Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολύ-σπερμος

См. также в других словарях:

  • πολύσπερμος — η, ο / πολύσπερμος, ον, ΝΜΑ 1. (για φυτά) αυτός που έχει άφθονα σπέρματα, πολύ σπόρο 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει άφθονο σπερματικό υγρό 3. μτφ. γόνιμος 4. το θηλ. ως ουσ. η πολύσπερμος ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπερμος (<… …   Dictionary of Greek

  • παχύσπερμος — ον, Α (για πρόσ.) αυτός που έχει παχύ σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. πολύ σπερμος] …   Dictionary of Greek

  • πανσπερμία — η, ΝΜΑ ανάμιξη κάθε είδους σπερμάτων, ανάμιξη σπόρων νεοελλ. 1. ανάμιξη κάθε είδους φυλών και εθνοτήτων 2. πλήθος ανθρώπων διαφόρων εθνοτήτων και φυλών 3. φρ. «θεωρία τής πανσπερμίας» βιολ. μια από τις θεωρίες για την προέλευση τής ζωής στη Γη, η …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»