-
1 πολύ-σκαρθμος
πολύ-σκαρθμος, viel, stark od. weit springend; Il. 2, 814, Μυρίνης, wo es Andere erkl. = die mit schnellen Rossen fährt od. reitet, vgl. Strab. 12, 8, 6. – Vom Esel, Nic. Ther. 350; auch νῆες, Qu. Sm. 5, 657.
-
2 πολύσκαρθμος,
πολύ-σκαρθμος, u. πολυ-σκάριστος, viel, stark od. weit springend; die mit schnellen Rossen fährt od. reitet; vom Esel -
3 πολυσκάριστος
πολύ-σκαρθμος, u. πολυ-σκάριστος, viel, stark od. weit springend; die mit schnellen Rossen fährt od. reitet; vom Esel
См. также в других словарях:
πολύσκαρθμος — ον, Α 1. (κυρίως ως προσωνυμία Αμαζόνας) αυτός που σκιρτά, που πηδά πολύ, αυτός που κινείται ή τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος 2. αυτός που οδηγεί άλογα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα («κἀκείνην οὖν πολύσκαρθμον διὰ τὸ ἀπὸ τῆς ἡνιοχείας τάχος»,… … Dictionary of Greek
ταχύσκαρθμος — ον, Α ταχυκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + σκαρθμός (< σκαίρω «σκιρτώ, πηδώ»), πρβλ. πολύ σκαρθμος] … Dictionary of Greek