-
1 πολύ-πνοος
πολύ-πνοος, zsgz. πολύπνους, viel oder sehr hauchend, duftend, Opp. Hal. 1, 460.
-
2 πολύπνοος
II fragrant, Opp.C. 1.461.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπνοος
-
3 πολύπνοος
πολύ-πνοος, viel oder sehr hauchend, duftend
См. также в других словарях:
πολύπνους — ουν και πολύπνοος, ον, Α 1. αυτός που πνέει, που φυσάει με σφοδρότητα 2. πολύ ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πνους / πνοος (< πνοή), πρβλ. ολιγό πνους / ολιγό πνοος] … Dictionary of Greek