Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πολύ-πλοκος

См. также в других словарях:

  • πολύπλοκος — η, ο / πολύπλοκος, ον, ΝΜΑ 1. πολυσύνθετος, περίπλοκος 2. πολύ μπερδεμένος, συγκεχυμένος 3. (για πρόσωπα και νοήματα) δόλιος, πανούργος (α. «πολύπλοκες τεχνουργίες», Γιάνν. Ψυχ. β. «πολύπλοκον νόημα», Αριστοφ. γ. «πολυπλόκοις παραλογισμοῖς», ΠΔ)… …   Dictionary of Greek

  • πυρίπλοκος — ον, ΜΑ πλεγμένος με φωτιά ή συνδεδεμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πλοκός (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. ιό πλοκος, πολύ πλοκος] …   Dictionary of Greek

  • ροδόπλοκος — η. ο / ῥοδόπλοκος, ον, ΝΑ νεοελλ. πλεγμένος με ρόδα, με τριαντάφυλλα μσν. στολισμένος, κεντημένος με διακοσμητικά στοιχεία σε σχήμα ρόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. ιό πλοκος, πολύ πλοκος] …   Dictionary of Greek

  • εύπλοκος — εὔπλοκος και ἐΰπλοκος, ον (Α) αυτός που είναι καλά πλεγμένος ή που πλέκεται καλά, ο εύπλεκτος («εὔπλοκον ὕφασμα», Πολυδ.). επίρρ... εὐπλόκως (Μ) με εύπλοκο τρόπο, ωραία πλεγμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. βαθύ πλοκος, πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ιερόπλοκος — ἱερόπλοκος, ον (Α) θρησκευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πλοκός (< πλέκω), πρβλ. θεό πλοκος, πολύ πλοκος] …   Dictionary of Greek

  • ετερόπλοκος — ἑτερόπλοκος, ον (Α) φρ. «ἑτερόπλοκοι πόδες» πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ πλοκος] …   Dictionary of Greek

  • ξανθόπλοκος — ξανθόπλοκος, ον (Μ) αυτός που έχει ξανθούς πλοκάμους, ξανθές πλεξίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + πλόκος «πλόκαμος, πλεξίδα» (πρβλ. πολύ πλοκος)] …   Dictionary of Greek

  • ομόπλοκος — ὁμόπλοκος, ον (Α) 1. αυτός που είναι πλεγμένος μαζί με κάτι άλλο («στέφος ὀξυέθειρον ὁμόπλοκον εἶχεν ἀκάνθης», Νόνν.) 2. μτφ. αυτός ο οποίος ανήκει στην ίδια ομάδα, στην ίδια συντροφιά με έναν άλλο («καὶ ἐγὼ ὅθ ὁμόπλοκος ὑμῑν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πηγός — και παγός, ή, όν, Α 1. συμπαγής, σωματώδης («ἵππους πηγούς», Ομ. Ιλ.) 2. (για κύμα) πολύ φουσκωμένο, πελώριο 3. λευκός (α. «πηγός πλόκος», Λυκόφρ. β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.) 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πηγός το αλάτι 5. (κατά τον Ησύχ.) «πηγόν οἱ μἐν λευκόν …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»