-
1 πολύπλοκος
A tangled, ; καμπαί, of the labyrinth, Trag.Adesp.34; of the brain, with many convolutions, Erasistr. ap. Gal.5.603, cf. Gal.UP8.13.2 metaph., tangled, complex,θηρίον Τυφῶνος-ώτερον Pl.Phdr. 230a
;- ωτάτη ἡ ἐν ὅπλοις τάξις X.Lac.11.5
;μέτρα μολπᾶς Simm.26.20
;πεσσῶν μορφαί E.IA 197
(lyr.). Adv.- κως D.H.Th.54
: neut. as Adv., φωνὴ πολύπλοκον ἠχοῦσα cj. in Thphr.Sign.40.b of the poulp, crafty, Thgn.215; of persons and thoughts, subtle, acute, tortuous,οὔπω.. ἤκουσα -ωτέρας γυναικός Ar.Th. 435
(lyr.); π. νόημα ib. 463 (lyr.);- πλοκοι μεθόδων παραλογισμοί LXXEs.8(16).13
;ὑπόδοξοι καὶ π. Phld.D.1.16
;π. ἔννοιαι Luc. DMort.10.8
, cf. Eun.Hist.p.218 D. ([comp] Comp.).c complex, φύσις, opp. ἁπλῆ, Herm.in Phdr.p.186A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπλοκος
См. также в других словарях:
πολύπλοκος — η, ο / πολύπλοκος, ον, ΝΜΑ 1. πολυσύνθετος, περίπλοκος 2. πολύ μπερδεμένος, συγκεχυμένος 3. (για πρόσωπα και νοήματα) δόλιος, πανούργος (α. «πολύπλοκες τεχνουργίες», Γιάνν. Ψυχ. β. «πολύπλοκον νόημα», Αριστοφ. γ. «πολυπλόκοις παραλογισμοῖς», ΠΔ)… … Dictionary of Greek
πυρίπλοκος — ον, ΜΑ πλεγμένος με φωτιά ή συνδεδεμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + πλοκός (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. ιό πλοκος, πολύ πλοκος] … Dictionary of Greek
ροδόπλοκος — η. ο / ῥοδόπλοκος, ον, ΝΑ νεοελλ. πλεγμένος με ρόδα, με τριαντάφυλλα μσν. στολισμένος, κεντημένος με διακοσμητικά στοιχεία σε σχήμα ρόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πλοκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. ιό πλοκος, πολύ πλοκος] … Dictionary of Greek
εύπλοκος — εὔπλοκος και ἐΰπλοκος, ον (Α) αυτός που είναι καλά πλεγμένος ή που πλέκεται καλά, ο εύπλεκτος («εὔπλοκον ὕφασμα», Πολυδ.). επίρρ... εὐπλόκως (Μ) με εύπλοκο τρόπο, ωραία πλεγμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πλοκος (< πλέκω), πρβλ. βαθύ πλοκος, πολύ… … Dictionary of Greek
ιερόπλοκος — ἱερόπλοκος, ον (Α) θρησκευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πλοκός (< πλέκω), πρβλ. θεό πλοκος, πολύ πλοκος] … Dictionary of Greek
ετερόπλοκος — ἑτερόπλοκος, ον (Α) φρ. «ἑτερόπλοκοι πόδες» πεντασύλλαβοι μετρικοί πόδες που μπορεί να λάβουν 32 διαφορετικά μετρικά σχήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. πολύ πλοκος] … Dictionary of Greek
ξανθόπλοκος — ξανθόπλοκος, ον (Μ) αυτός που έχει ξανθούς πλοκάμους, ξανθές πλεξίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + πλόκος «πλόκαμος, πλεξίδα» (πρβλ. πολύ πλοκος)] … Dictionary of Greek
ομόπλοκος — ὁμόπλοκος, ον (Α) 1. αυτός που είναι πλεγμένος μαζί με κάτι άλλο («στέφος ὀξυέθειρον ὁμόπλοκον εἶχεν ἀκάνθης», Νόνν.) 2. μτφ. αυτός ο οποίος ανήκει στην ίδια ομάδα, στην ίδια συντροφιά με έναν άλλο («καὶ ἐγὼ ὅθ ὁμόπλοκος ὑμῑν», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
πηγός — και παγός, ή, όν, Α 1. συμπαγής, σωματώδης («ἵππους πηγούς», Ομ. Ιλ.) 2. (για κύμα) πολύ φουσκωμένο, πελώριο 3. λευκός (α. «πηγός πλόκος», Λυκόφρ. β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.) 4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πηγός το αλάτι 5. (κατά τον Ησύχ.) «πηγόν οἱ μἐν λευκόν … Dictionary of Greek