-
1 πολύ-οζος
-
2 πολύοζος
См. также в других словарях:
ολίγοζος — ὀλίγοζος, ον (Α) αυτός που έχει λίγα κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ὄζος «κλάδος» (πρβλ. πολύ οζος)] … Dictionary of Greek
πολύοζος — ον, Α αυτός που έχει πολλούς όζους, πολλά κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. ά οζος)] … Dictionary of Greek
όσος — η, ο (ΑΜ ὅσος, η, ον, Α επικ. ὅσσος, αιολ., λεσβ. τ. ὄσσος, κρητ. τ. ὄζος, και σε επιγρ. ὄττος, η, ον) (αναφ. αντων.) 1. ίδιος κατά ποσότητα, πλήθος, αριθμό, βάρος, χρονική διάρκεια, απόσταση, ισχύ κ.λπ. με κάποιον άλλο (α. «έχω τόσα χρήματα όσα… … Dictionary of Greek