-
1 πολύ-οδμος
πολύ-οδμος, von vielem od. starkem Geruch, Orph. H. 42, 4.
-
2 πολύοδμος
πολύ-οδμος, von vielem od. starkem Geruch
См. также в других словарях:
ηδύοδμος — ἡδύοδμος, δωρ. τ. ἁδύοδμος, ον (Α) ηδύοσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οδμος (< οδμή, παλαιότερος τ. του οσμή), πρβλ. εύ οδμος, πολύ οδμος] … Dictionary of Greek