-
1 πολύ-κνημος
πολύ-κνημος, mit vielen Bergwäldern u. -schluchten, Il. 2, 497; – τὸ πολ., eine Pflanze, Nic. Ther. 559, Diosc.
-
2 πολύκνημος
A with many mountain-spurs, mountainous, Il.2.497.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύκνημος
-
3 πολύκνημος
πολύ-κνημος ( κνήμη): with many glens or ravines, Il. 2.497†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολύκνημος
-
4 πολύκνημος
πολύ-κνημος, mit vielen Bergwäldern u. -schluchten; τὸ πολ., eine Pflanze -
5 πολυκνημος
См. также в других словарях:
πολύκνημος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές προσβάσεις σε βουνά, ο ορεινός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύκμητον το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό ζιζιφόρος η κεφαλωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κνημος (< κνημός «κατωφερής βουνοπλαγιά, ρίγανη»), πρβλ. βαθύ… … Dictionary of Greek