-
1 πολύ-κλαγγος
πολύ-κλαγγος, mit vielfachem od. lautem Klange, καὶ πολύφωνος, Ael. H. A. 2, 51.
-
2 πολύκλαγγος
πολύ-κλαγγος, mit vielfachem od. lautem Klange
См. также в других словарях:
πολύκλαγγος — ον, Α αυτός που έχει δυνατή, βροντερή φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλαγγος (< κλαγγή «οξύς, διαπεραστικός ήχος»)] … Dictionary of Greek