-
1 πολύ-θυρος
πολύ-θυρος, mit vielen Thüren od. Fenstern, αὐλή, Plut. de fortuna g. E.; – übh. mit vielen Oeffnungen, τριβώνιον, Luc. D. Mort. 1, 2. S. auch πολύϑροος.
-
2 πολύθυρος
A with many doors or windows,αὐλαί Plu.2.99e
: generally, with many holes,τριβώνιον Luc.DMort. 1.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύθυρος
-
3 πολύθυρος
πολύ-θυρος, mit vielen Türen od. Fenstern; übh. mit vielen Öffnungen -
4 πολυθυρος
21) имеющий много дверей или окон(αὐλή Plut.)
2) весь в дырах, дырявый(τριβώνιον Luc.)
3) состоящий из многих дощечек, т.е. пространный, объемистый
См. также в других словарях:
πολύθυρος — η, ο / πολύθυρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές θύρες ή πολλά παράθυρα («πολυθύρους αὐλάς», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που έχει πολλές τρύπες («γέρων φαλακρός, τριβώνιον ἔχων πολύθυρον», Λουκιαν.) 2. αυτός που έχει πολλά ελάσματα ή φύλλα («δέλτου μὲν… … Dictionary of Greek