-
1 πολύ-ηχος
πολύ-ηχος, = πολυηχής, Sp.; ᾄδειν πολυήχως, Ael. H. A. 12, 27.
-
2 πολύηχος
πολύ-ηχος, ον,A = πολυηχής, γῆρυς, θάλασσα, Ph.1.373, Sch.S.Aj. 695: metaph.,χωρίον ψυχῆς Ph.1.372
;βίος ταραχώδης καὶ π.
noisy,Epict.
Gnom.1. Adv.- χως Ael.NA12.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύηχος
-
3 πολυηχής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυηχής
-
4 ἐπικρατέω
A rule over, c. dat.,νήεσσιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι Il.10.214
;νήσοισιν Od.1.245
: abs., have or hold power, , cf. 14.60, Archil.69.II. prevail in battle, be victorious, ἐπικρατέουσί περ ἔμπης [to them] though they are victorious as it is, Il.14.98, cf. Ar.Lys. 767; ἐ. ἢ ἀπόλλυσθαι conquer or die, Hdt.7.104; ἐ. τῇστάσι Id.1.173
; ἐ. τὰ πλείω τοῦ πολέμου gain the advantage in most points in the war, Th.4.19.2. freq. c.gen., prevail over, get the mastery of an enemy,ἐ. μάχῃ τῶν Γελῴων Hdt.7.155
;τῶν ἐχθρῶν Id.8.94
, Lys.34.4;τῆς τινων πονηρίας Id.22.16
; ἐ. αὐτῶν (- οῦ codd.) παρὰ τῷ βασιλέϊ, in a suit at law, Hdt.4.65;ἰσχυρὰ ἐ. ἀνδρὸς Ἀνάγκη Philet.8
;ἐ. τοῦ πυρός Hdt.1.86
; ; ὑμῶν -ήσω τῷ .3. rarely c. acc., master, conquer, τὰς τῆς φύσεωςἁμαρτίας Isoc.1.52
;δύο βασιλέας D.C.36.16
:—[voice] Pass., - ηθεῖσα (sc. ἡ δεξιά), in left-handed persons, Sor.1.111.4. c. gen., become master of,τῶν πραγμάτων Hdt.4.164
;τῆς θαλάσσης Id.1.17
,al.; τῶν πολίων, τῶν νεῶν, Id.6.32, 115; τῆς ἀναγκαίου τροφῆς, τῆς ἀναβάσεως, Th.1.2,7.42;τῶν ἐρώτων Pi.N.8.5
, etc.b. to be in possession of, [ οἰκίας]PRyl.160.3 (i A.D.), etc.5. generally, prevail, be superior,πλήθεϊ Hdt.5.2
;πολὺ τῷ ναυτικῷ Th.2.93
;τὰ πλείω τῷ πεζῷ Id.7.63
;κατὰ θάλασσαν X.HG7.1.6
: c. inf., they carried the point that.., Th. 5.46; .b. metaph., prevail,τὸ ἀνθρώπινον ἦθος ἐπεκράτει Pl.Criti. 121b
;τὸ δίκαιον Men. Epit.16
; τὸ ψῦχος, τὸ ὑγρόν, Arist.Mete. 347b26, MM 1210a20; τὸὄνομα Plb.2.38.1
;ὁ λόγος D.S.5.62
;ὁ τραχὺς ἦχος Phld.Po.994.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρατέω
См. также в других словарях:
Ήχος και φως — Μορφή νυχτερινού θεάματος, που βασίζεται αποκλειστικά στο φως και στον ήχο. Τα θεάματα αυτά, που άρχισαν το 1952 στο Σαμπόρ (Λουάρ) της Γαλλίας, οργανώνονται σήμερα σε πολλά μέρη, προπάντων όπου υπάρχει δυνατότητα δημιουργίας ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
πολύηχος — η, ο / πολύηχος, ον, ΝΜΑ πολυηχής αρχ. θορυβώδης, πολυτάραχος («βίος... πολύηχος», Επίκτ.). επίρρ... πολυήχως Α με πολλούς ήχους, με πολυφωνία («πολυήχως ᾄδω», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ηχος (< ἠχή «ήχος, θόρυβος»), πρβλ. εύ ηχος] … Dictionary of Greek
τετράηχος — η, ο / τετράηχος, ον ΝΜ (για κρουστό μουσ. όργανο) αυτός που παράγει τέσσερεις ήχους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τετράηχο ένωση δύο δυήχων σε μια ομάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἦχος (πρβλ. πολύ ηχος)] … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βολιβία — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει στα Β και στα ΒΑ με τη Βραζιλία, στα Δ με το Περού και τη Χιλή και στα Ν με την Αργεντινή και την Παραγουάη.Η Β. είναι η μοναδική χώρα της Νότιας Αμερικής, μαζί με την Παραγουάη, που δεν έχει έξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
ακουστότητα — Χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ήχου, με το οποίο, καθαρά υποκειμενικά, διαφοροποιείται ο ισχυρός από τον ασθενή ήχο. Η α. συνδέεται με την ένταση του ήχου Ι και την ελάχιστη αντιληπτή ένταση Ιο (κατώφλι α.) με τον τύπο: Α = log (Ι/Ιο). Ο τύπος… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek