-
1 πολύ-ζωος
-
2 πολύζωος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύζωος
-
3 πολύζῳος
πολύ-ζῳος, ον,II π., τό, multiplex animal, Plot.2.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύζῳος
-
4 πολύζωος
πολύ-ζωος, bes. lange lebend
См. также в других словарях:
πολύζωος — (I) ον, Α ο πολυζώητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωος (< ζωή), πρβλ. δί ζωος, εύ ζωος]. (II) ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πολλά ζώα («πολύζῳος ἀγέλα», Φίλ.) 2. (για τον ζωδιακό κύκλο) αυτός που έχει πάρει το όνομά του από πολλά ζώα 3. το… … Dictionary of Greek
φιλόζωος — (I) η, ο / φιλόζωος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη ζωή του αρχ. 1. δειλός ή μαλθακός 2. (για ασθενή) αυτός που ποθεί να ζήσει 3. (για φυτό) α) αειθαλής β) ανθεκτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόζωον η φιλοζωία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ζωος… … Dictionary of Greek
ημίζωος — ἡμίζωος, ον (Α) μισοζωντανός, μόλις ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί ζωος, πολύ ζωος] … Dictionary of Greek
υπέρζωος — ον, ΜΑ, και συνηρ. τ. ὑπέρζως, ων, Α υπέρτερος τής ζωής, αιώνιος («θεὸς ὑπερούσιός ἐστι καὶ ὑπέρζωος», Πρόκλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ζωος (< ζωή), πρβλ. πολύ ζωος] … Dictionary of Greek
χαμόζωος — ον, Μ πολύ φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + συνδετικό φωνήεν ο + ζωος (< ζωή), πρβλ. εὔ ζωος] … Dictionary of Greek