Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολύ-ευκτος

См. также в других словарях:

  • μεγάλευκτος — μεγάλευκτος, ον (Α) πολύ επιθυμητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ευκτος (< εὔχομαι), πρβλ. πολύ ευκτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύευκτος — I Χαλκοπλάστης από την Αθήνα, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος αναφέρουν πως είχε κατασκευάσει μεγάλο ανδριάντα του ρήτορα Δημοσθένη, που είχε τοποθετηθεί κοντά στο ιερό του Άρη και στον βωμό των Δώδεκα θεών το 280 π.Χ.,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»