Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολύ-εργος

См. также в других словарях:

  • πολύεργος — (polyergus). Γένος κλειστόγαστρων υμενόπτερων, συγγενικό με το κοινό μυρμήγκι. Οι π. «υποδουλώνουν» άλλα μυρμήγκια, τα οποία υποχρεώνονται όχι μόνο να κατασκευάζουν τις φωλιές των π. αλλά και να τους ταΐζουν, γιατί οι π., έτσι όπως είναι η… …   Dictionary of Greek

  • ομόεργος — ὁμόεργος, ὁ (Α) συνεργάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + εργος (< ἔργον), πρβλ. πολύ εργος] …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • ταλαεργός — όν, Α 1. (ιδίως για υποζύγιο) φιλόπονος και καρτερικός 2. επίπονος 3. (για τον Ηρακλή) αυτός που έχει κουραστεί και ταλαιπωρηθεί πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + εργός (< ἔργον), πρβλ. ταχυ εργός] …   Dictionary of Greek

  • Τάνταλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας, πατέρας του Πέλοπα, του επώνυμου ήρωα της Πελοποννήσου. Ήταν κυρίως γνωστός για το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε στον Άδη, όπου τον βασάνιζαν αιώνια η πείνα και η δίψα· ήταν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»