-
1 πολύ-δαμνος
πολύ-δαμνος, viel bändigend, Hesych., der es auch πολυκέντητος, ποικίλος erkl.
-
2 πολύδαμνος
См. также в других словарях:
πολύδαμνος — ον, Α αυτός που δαμάζει πολλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. τοξό δαμνος] … Dictionary of Greek