-
1 πολύ-δακρυς
-
2 πολύδακρυς
A of or with many tears: hence,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύδακρυς
-
3 πολύδακρυς
πολύ-δακρυς and πολυδάκρυος: of many tears, tearful, deplorable, epith. of war, battle, etc., Il. 17.192.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολύδακρυς
-
4 πολύδακρυς
πολύ-δακρυς, υος, von oder mit vielen Tränen, viel Tränen verursachend, sehr beweinenswert; γόος, tränenreich -
5 πολυδακρυς
См. также в других словарях:
ιερόδακρυς — ἱερόδακρυς, υ (Α) (για το λιβάνι) αυτός που αποτελείται από ιερά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. απειρό δακρυς, πολύ δακρυς] … Dictionary of Greek
ταχύδακρυς — υ, Α αυτός που δακρύζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + δάκρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύ δακρυς] … Dictionary of Greek
φιλόδακρυς — υ, ΜΑ αυτός που κλαίει συχνά και εύκολα, κλαψιάρης μσν. (για γεγονότα και καταστάσεις) αυτός που γίνεται αιτία για δάκρυα, που προκαλεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύ δακρυς] … Dictionary of Greek
πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… … Dictionary of Greek