-
1 πολύχρονος
πολύχρονοςmasc /fem nom sg -
2 πολύχρονος
η, ο долговечный; многолетний -
3 πολύχρονος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύχρονος
-
4 πολυχρόνως
πολύχρονοςadverbialπολύχρονοςmasc /fem acc pl (doric) -
5 πολύχρονον
πολύχρονοςmasc /fem acc sgπολύχρονοςneut nom /voc /acc sg -
6 πολυχρόνου
πολύχρονοςmasc /fem /neut gen sg -
7 πολυχρόνους
πολύχρονοςmasc /fem acc pl -
8 многолетний
-
9 многолетний
1. (имеющий много лет давности) πολυετής, πολυχρόνιος, πολύχρονος 2. бот. πολυετής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > многолетний
-
10 многолетний
многолетн||ийприл1. πολυετής, πολυχρόνιος, πολύχρονος:\многолетнийее знакомство ἡ πολύχρονη γνωριμία·2. бот. πολυετής; \многолетнийее растение πολυετές φυτόν \многолетнийие травы τά πολυετή χόρτα. -
11 πολυχρόνιος
ος, ον см. πολύχρονος -
12 многолетний
[μναγκαλιέτνιϊ/] εκ. πολύχρονος -
13 многолетний
[μναγκαλιέτνιϊ] επ πολύχρονος -
14 долговременный
επ.μακροχρόνιος, πολυετής, μακρός, μακρύς•-ая разлука πολύχρονος χωρισμός.
εκφρ.-ая огневая точка ή -ое огневое сооружение – μόνιμο πολυβολείο. -
15 мешкотный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. αργός, αργητός, βραδΰς, βραδυκίνητος.2. οκνός• πολύχρονος• επίμονος•-ая работа επίμονη εργασία.
-
16 многолетний
επ.1. πολυετής, πολύχρονος ή. πολυχρόνιος•многолетний труд πολύχρονη δουλειά•
старец μακρόβιος γέροντας, υπέργηρος.
2. βοτ. πολυετής•-ие растения πολυετή φυτά•
-ие травы πολυετή ποώδη φυτά.
См. также в других словарях:
πολύχρονος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχρονος — η, ο / πολύχρονος, ον, ΝΑ πολυχρόνιος νεοελλ. σχετικά με πρόσ. ως ευχή) μακρόβιος («πολύχρονος νά σαι!»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρόνος (πρβλ. ισό χρονος)] … Dictionary of Greek
πολύχρονος — η, ο αυτός που ζει πολλά χρόνια, ο μακρόβιος: Πολύχρονος πλάτανος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυχρόνως — πολύχρονος adverbial πολύχρονος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχρονον — πολύχρονος masc/fem acc sg πολύχρονος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρόνου — πολύχρονος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρόνους — πολύχρονος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυχρονώ — έω, Μ [πολύχρονος] 1. είμαι πολύχρονος 2. πολυχρονίζω, εύχομαι σε κάποιον μακροβιότητα … Dictionary of Greek
αιωνόβιος — ια, ιο (Α αἰωνόβιος, ιον) αυτός που ζει στους αιώνες, αιώνιος, αθάνατος νεοελλ. μακρόβιος, πολύχρονος αρχ. 1. ως τίτλος τών βασιλέων τής Αιγύπτου 2. ως τίτλος τού Θεού μτγν.. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + βίος] … Dictionary of Greek
κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… … Dictionary of Greek
μακραίων — ο, η, θηλ. και μακραίωνη (Α μακραίων, ωνος) 1. αυτός που διαρκεί πολύ, πολλούς αιώνες, μακροχρόνιος (α. «η μακραίωνη ιστορία» β. «μακραίων βίος», Αισχύλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που ζει πολλά χρόνια, μακρόβιος, πολύχρονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + … Dictionary of Greek