-
1 πολύσφελμος
-
2 πολύ-φελλος
πολύ-φελλος, v. l. für πολύσφελμος.
См. также в других словарях:
πολύσφελμος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει παχύ φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σφέλμα «το άνθος τής πρίνου»] … Dictionary of Greek
πολυσφέλμου — πολύσφελμος with thick rind masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)