Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πολύπονα

См. также в других словарях:

  • πολύπονα — πολύπονος much labouring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπον' — πολύπονα , πολύπονος much labouring neut nom/voc/acc pl πολύπονε , πολύπονος much labouring masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδάκρυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ ὀδύρμητα», Σοφ.) 2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο δάκρυτος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»