-
1 πολυπόδα
πολυπόδᾱ, πολυπόδηςmasc nom /voc /acc dualπολυπόδηςmasc voc sgπολυπόδᾱ, πολυπόδηςmasc gen sg (doric aeolic)πολυπόδηςmasc nom sg (epic) -
2 πολύποδα
πολύπους 1many-footed: masc acc sgπολύπους 1many-footed: neut nom /voc /acc plπολύπους 1many-footed: masc /fem acc sgπολύπους 2poulp: neut acc plπολύπους 2poulp: masc acc sgπολύπους 2poulp: neut nom pl -
3 πολύπους
A : neut. pl. :—many-footed, Pl.Ti. 92a, Dsc.2.35; (lyr.);οὕτω τι πολύπουν ἐστὶν ἡ λύπη κακόν Posidipp.19
(dub.).2 [voice] Pass., trodden by many feet, χῶρος Orac. ap. Polyaen.6.53.-------------------------------------------A , Ar.Fr. 318, Eup.110, etc.; gen.πουλύποδος Od.5.432
, Pl.Com.173.16, Eub.101; acc. πουλύπουν Ion Trag.36, Ar.Fr. 190, Hegem.1, Alex.170, etc.: pl., nom.πουλύποδες h.Ap.77
, Hp.Vict.2.48, Diocl.Fr.132; acc.- ποδας Pherecr.13
, Pl.Com.93; gen.πουλυπόδων Anaxandr.41.29
(anap.); later, acc.sg.πολύποδα Luc.Vit.Auct.10
,πολύπουν Id.DMar.4.2
: pl. πολύποδες, etc., Arist.HA 541b1, al.; acc. πολύπους ib. 534a25, Dsc.1.74 (in signf. 111): —in Poets freq. declined as if from [full] πούλυπος, gen.πουλύπου Thgn. 215
, Ar.Fr. 191: pl., gen.πουλύπων Amips.6
; acc. : [dialect] Dor. pl. nom. [full] πώλυποι Epich.61; acc.πωλύπους Id.124
: also nom. sg. [full] πώλυπος Hp.Aff.5 (v.l.); [full] πῶλυψ Diph.Siph. ap. Ath.8.356e, (in signf. 111) Poll.4.204: acc. pl.πώλυπας Dsc.2.166
; also acc. pl. [full] πόλυπας and acc. and gen. sg. πόλυπα, πόλυπος, Paul.Aeg.6.25:— the common poulp or octopus, Od.l.c., Thgn. l.c., Arist.HA 524a3, etc.IV π. βοτάνη, = πολυπόδιον, Gp.15.1.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπους
-
4 πώλυπος
πώλυπος (- ύπος)Grammatical information: m.Meaning: `sea-polyp, cuttlefish', metaph. `nose-polyp' (Hp., Thphr. a.o.); also (substant.) adj. τὰ πολύποδα `many-feet', of insects (Arist.).Other forms: pl. - οι (Semon., Epich., Hp. [v. l.]), also πῶλυψ, - υπος (Diph. Siphn., Dsc., Poll.), πόλυψ, - υπος (Paul. Aeg.); more usu. πουλύπους, - ποδος (ε 432), acc. - πουν (Ion. trag. a.o.), also gen. - που etc. (Thgn. a.o.), πολύπους, - ποδος (Arist.).Dialectal forms: Myc. porupode.Derivatives: Dimin. πωλύπιον n. (Hp.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Mediterranean word of unknown origin. The form with ω, confirmed by Lat. LW [loanword] pōlypus, -i (since Plaut.), is clearly the oldest; from there πουλυ- and πολυ- folketymolog. after πολύς and πούς. Fraenkel Nom. ag. 2, 164 n. 1 (w. older lit.), Specht KZ 59, 129. Note however that the inflexion with ποδ- is already attested in Mycenaean and in Homer. (Not in Furnée.)Page in Frisk: 2,635Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πώλυπος
-
5 πολύπους
πολύπους, ποδος, ὁ octopus (Hom. et al.; Ps.-Phoc. 49; Philo, Ebr. 172; Tart. 2, 1) w. sea-eel and cuttle-fish B 10:5 (vGebhardt’s edition has πώλυπα [s. πῶλυψ]. πολύποδα is also attested; Bihlmeyer ad loc.; cp. Lev 11:10; also s. σηπία and σμύραινα).
См. также в других словарях:
πολυπόδα — πολυπόδᾱ , πολυπόδης masc nom/voc/acc dual πολυπόδης masc voc sg πολυπόδᾱ , πολυπόδης masc gen sg (doric aeolic) πολυπόδης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύποδα — πολύπους 1 many footed masc acc sg πολύπους 1 many footed neut nom/voc/acc pl πολύπους 1 many footed masc/fem acc sg πολύπους 2 poulp neut acc pl πολύπους 2 poulp masc acc sg πολύπους 2 poulp neut nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγένεση — Φαινόμενο εναλλαγής αγενούς και εγγενούς αναπαραγωγής, το οποίο συναντάται, κυρίως, στα κνιδόζωα (υδρόζωα και σκυφόζωα) στους κεστώδεις και σε πολλά πρωτόζωα. Ως παράδειγμα μ., αναφέρονται τα υδρόζωα: από το γονιμοποιημένο ωάριο εξέρχεται μια… … Dictionary of Greek
κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… … Dictionary of Greek
ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… … Dictionary of Greek
αλιδώνα — η είδος χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἑλεδώνη «είδος πολύποδα»] … Dictionary of Greek
βολίταινα — βολίταινα, η (Α) [βόλιτον, ος] είδος μικρού πολύποδα με δυνατή οσμή, όζαινα, βρομοχτάποδο … Dictionary of Greek
διμορφισμός — Η ύπαρξη δύο διαφορετικών μορφών σε άτομα του ίδιου είδους ζώων ή φυτών. Διακρίνουμε δύο κύριες κατηγορίες δ.: τον γενετικό δ., ο οποίος οφείλεται σε χαρακτηριστικά που ελέγχονται γενετικά, και τον μη γενετικό δ., που οφείλεται σε άλλους… … Dictionary of Greek
επτάπους — ἑπτάπους, ουν (AM) 1. μήκους επτά ποδών 2. (για πολύποδα) αυτός που έχει επτά πόδια … Dictionary of Greek
ιμαντοπέδη — ἱμαντοπέδη, ἡ (Α) (για τα πλοκάμια τού πολύποδα) ιμάντινος δεσμός, σφιχτό δέσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, άντος + πέδη «δεσμός»] … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek