-
1 многосторонний
-
2 многосторонний
многостороннийприл1. мат πολύεδρος, πολύπλευρος·2. перен πολύπλευρος/ ποικιλομαθής (о человеке). -
3 многогранный
1. мат. (имеющий несколько граней) πολύεδρος 2. (охватывающий различные стороны чего-л.) πολύπλευρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > многогранный
-
4 многосторонний
мат. πολύεδρος, πολύπλευρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > многосторонний
-
5 разноспрягаемый
грам. ετερόκλιτος. разностенность (напр. отливки) η διακύμανση του πάχους (του τοιχώματος). разносторонний1. мат. ανισόπλευρ/ος 2. (многообразный) πολύπλευρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разноспрягаемый
-
6 многогранный
многогранн||ыйприл1. мат πολύεδρος·2. перен πολύπλευρος. -
7 разносторонний
разностороннийприл1. мат ἀνι-σόπλευρος, σκαληνός:\разносторонний треугольник τό σκαληνό τρίγωνο·2. перен πολύπλευρος, πολυμερής:\разносторонний человек ὁ πολύπλευρα ἀναπτυγμένος ἄνθρωπος, ὁ πολυμερής ἄνθρωπος· \разностороннийие интересы τά πολύπλευρα ἐνδιαφέροντα. -
8 многосторонний
[μναγκασιαρόννιΐ] εκ. πολύπλευρος πολύεδρος -
9 многосторонний
[μναγκασιαρόννιϊ] επ πολύπλευρος πολύεδρος -
10 всемерный
επ.ολόπλευρος, ολομερής, ολικός, πολύπλευρος, πλήρης•-ая помощь ολόπλευρη βοήθεια.
-
11 всесторонний
επ.πολύπλευρος, πολυμερής• λεπτομερής•-ее развитие πολύπλευρη ανάπτυξη•
всесторонний разбор дела λεπτομερής εξέταση της υπόθεσης.
-
12 многогранный
επ., βρ: -анен, -анна, -анно.1. πολύεδρος•многогранный камень πολύεδρη πέτρα•
-ая гайка πολύεδρο περικόχλιο.
2. μτφ. πολύπλευρος πλυμερής•-ая деятельность πολύπλευρη δραστηριότητα.
εκφρ.многогранный угол – πολύπλευρη γων ία. -
13 многосторонний
επ., βρ: -решен, -роння, -е.1. πολύπλευρος, πολύεδρος•-яя призма πολύεδρο πρίσμα.
2. πολυμερής•-ее соглашение πολυμερής συμφωνία.
3. μτφ. εγκυκλοπαιδικός. -
14 разносторонний
επ., βρ: -решен, -роння, -ронне.1. πολύπλευρος, πολύμαθος, πολυκάτεχος• εγκυκλοπαιδικός.2. (μαθ.) αν ισόπλευρος•разносторонний треугольник αν ισόπλευρο τρίγωνο.
См. также в других словарях:
πολύπλευρος — η, ο / πολύπλευρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα») νεοελλ. μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά») αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον το φυτό… … Dictionary of Greek
πολύπλευρος — η, ο 1. αυτός που έχει πολλές πλευρές: Πολύπλευρο σχήμα. 2. μτφ., αυτός που παρουσιάζει πολλές απόψεις, πολυμερής: Πολύπλευρο θέμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυπλευρότερον — πολύπλευρος many sided adverbial comp πολύπλευρος many sided masc acc comp sg πολύπλευρος many sided neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλευροτέρων — πολύπλευρος many sided fem gen comp pl πολύπλευρος many sided masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπλευρον — πολύπλευρος many sided masc/fem acc sg πολύπλευρος many sided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλεύρου — πολύπλευρος many sided masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλεύρων — πολύπλευρος many sided masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπλευρα — πολύπλευρος many sided neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπλευρος — η, ο (AM δίπλευρος, ον) αυτός που έχει δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * (βλ. λ. δις) + πλευρά (πρβλ. πολύπλευρος, τρίπλευρος)] … Dictionary of Greek
πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek