Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πολύπλεθρος

См. также в других словарях:

  • πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πολύπλεθρον — πολύπλεθρος many masc/fem acc sg πολύπλεθρος many neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλεθρότατος — πολύπλεθρος many masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλέθροις — πολύπλεθρος many masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλέθρους — πολύπλεθρος many masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπλέθρων — πολύπλεθρος many masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύπλεθρα — πολύπλεθρος many neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυπέλεθρος — ον, Α βλ. πολύπλεθρος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»