-
1 πολύπλεθρος
πολύ-πλεθρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύπλεθρος
-
2 πολύπλεθρον
πολύπλεθροςmany: masc /fem acc sgπολύπλεθροςmany: neut nom /voc /acc sg -
3 πολυπλεθρότατος
πολύπλεθροςmany: masc nom superl sg -
4 πολυπλέθροις
πολύπλεθροςmany: masc /fem /neut dat pl -
5 πολυπλέθρους
πολύπλεθροςmany: masc /fem acc pl -
6 πολυπλέθρων
πολύπλεθροςmany: masc /fem /neut gen pl -
7 πολύπλεθρα
πολύπλεθροςmany: neut nom /voc /acc pl -
8 πολυπέλεθρος
A = πολύπλεθρος, Q.S.3.396.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυπέλεθρος
См. также в других словарях:
πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek
πολύπλεθρον — πολύπλεθρος many masc/fem acc sg πολύπλεθρος many neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλεθρότατος — πολύπλεθρος many masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλέθροις — πολύπλεθρος many masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλέθρους — πολύπλεθρος many masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπλέθρων — πολύπλεθρος many masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύπλεθρα — πολύπλεθρος many neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπέλεθρος — ον, Α βλ. πολύπλεθρος … Dictionary of Greek