-
1 πολύ-νοος
-
2 πολύλαλος
πολύ-λᾰλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύλαλος
См. также в других словарях:
πολύνους — ουν, και πολύνοος, ον, Α αυτός που έχει πολύ νου, πολύ συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νοῦς / νόος (πρβλ. ομό νους, υψηλό νους)] … Dictionary of Greek
ALEXANDER Polyhistor — multa philologica et historica reliquit. Floruit Olymp. 173. quâ in Aegypto iterum regnavit Ptolemaeus Lathyrus, bellumque in Graecia gerebat L. Sylla. De hoc Alexandro ita scribit Suidas. Alexander Milesius, qui et Polyhistor, et Cornelius… … Hofmann J. Lexicon universale
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολύλαλος — η, ο / πολύλαλος, ον, ΝΑ πολυλογάς, φλύαρος («οὐ πολύλαλος, ἀλλά πολύνους», Πλωτίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λάλος «φλύαρος» (< λαλῶ), πρβλ. οξύ λαλος) … Dictionary of Greek
πολύνοια — ἡ, ΜΑ [πολύνους] πολλή σκέψη, σοβαρή σκέψη και αποφυγή τής πολυλογίας (α. «καλλιρρημοσύνην και πολύνοιαν», Ιωάνν. Δαμ. β. «τήν δὲ πολύνοιαν μάλλον ή πολυλογίαν ασκούσαν», Πλάτ.) μσν. η απασχόληση τού νου με πολλά, η διάσπαση τής προσοχής … Dictionary of Greek