-
1 πολυμυθος
-
2 πολύμυθος
πολῠμῡθος, -ον1 rich in legend ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι pr. P. 9.76 -
3 πολύμυθος
πολύμῡθος, πολύμυθοςwordy: masc /fem nom sg -
4 πολύμυθος
A wordy, Il.3.214, Od.2.200.II [voice] Pass., much talked of, famous in story,ἀρεταί Pi.P. 9.76
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύμυθος
-
5 πολύμῦθος
πολύ-μῦθος: of many words, fluent, Il. 3.214 and Od. 2.200.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολύμῦθος
-
6 πολύμῡθος
πολύ-μῡθος, von vielen Worten; (1) geschwätzig, gewaltig drohend; auch Καλλιόπη, die viel Sagen kennt; (2) wovon viel gesprochen wird, wovon viele Sagen, Erzählungen vorhanden sind; viel Mythen enthaltend -
7 πολύμυθον
πολύμῡθον, πολύμυθοςwordy: masc /fem acc sgπολύμῡθον, πολύμυθοςwordy: neut nom /voc /acc sg -
8 πολύμυθε
πολύμῡθε, πολύμυθοςwordy: masc /fem voc sg -
9 πολύμυθοι
πολύμῡθοι, πολύμυθοςwordy: masc /fem nom /voc pl -
10 νηριτόμυθος
νηρῐτόμῡθος, ον,A = πολύμυθος, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νηριτόμυθος
-
11 πολύαινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύαινος
См. также в других словарях:
πολύμυθος — και επικ. τ. πουλύμυθος, ον, Α 1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.) 3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς… … Dictionary of Greek
πολύμυθος — πολύμῡθος , πολύμυθος wordy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμυθον — πολύμῡθον , πολύμυθος wordy masc/fem acc sg πολύμῡθον , πολύμυθος wordy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
νηριτόμυθος — νηριτόμυθος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολύμυθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + μῦθος (πρβλ. ηπιό μυθος, ποικιλό μυθος)] … Dictionary of Greek
πολυμυθία — ἡ, ΜΑ [πολύμυθος] πολυλογία … Dictionary of Greek
πουλύμυθος — ον, Α βλ. πολύμυθος … Dictionary of Greek
πολύμυθε — πολύμῡθε , πολύμυθος wordy masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύμυθοι — πολύμῡθοι , πολύμυθος wordy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)