Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολύμυθος

См. также в других словарях:

  • πολύμυθος — και επικ. τ. πουλύμυθος, ον, Α 1. αυτός που λέει πολλούς μύθους, πολλά λόγια, ο φλύαρος («ἐπεὶ οὐ πολύμυθος οὐδ ἀφαμαρτοεπής», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που γνωρίζει πολλούς μύθους («πολύμυθος Καλλιόπη» Ανθ. Παλ.) 3. εκείνος για τον οποίο γίνεται πολύς… …   Dictionary of Greek

  • πολύμυθος — πολύμῡθος , πολύμυθος wordy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύμυθον — πολύμῡθον , πολύμυθος wordy masc/fem acc sg πολύμῡθον , πολύμυθος wordy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… …   Dictionary of Greek

  • νηριτόμυθος — νηριτόμυθος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολύμυθος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νήριτος «αναρίθμητος» + μῦθος (πρβλ. ηπιό μυθος, ποικιλό μυθος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυμυθία — ἡ, ΜΑ [πολύμυθος] πολυλογία …   Dictionary of Greek

  • πουλύμυθος — ον, Α βλ. πολύμυθος …   Dictionary of Greek

  • πολύμυθε — πολύμῡθε , πολύμυθος wordy masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύμυθοι — πολύμῡθοι , πολύμυθος wordy masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»