Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολυ-ΐστωρ

См. также в других словарях:

  • πολυΐστωρ — ο, η, ΝΑ 1. πολυμαθής, πολύξερος («ὁ δὲ ποιητής πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», Στράβ.) νεοελλ. (για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για πολλά και ποικίλα θέματα β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη τού γραπτού λόγου αρχ. (για πράγμα) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλίστωρ — μεγαλίστωρ, ορος, ὁ (ΑM) αυτός που γνωρίζει πολλά και σπουδαία πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἵστωρ (< οἶδα), πρβλ. πολυ ίστωρ] …   Dictionary of Greek

  • ιστορία — Επιστήμη που εποπτεύει την πορεία των γεγονότων που αναφέρονται σε ένα ανθρώπινο σύνολο, συλλέγοντας και εξετάζοντας με κριτικό πνεύμα το σύνολο των πηγών. Κατά την πρώτη εμφάνιση της ιστοριογραφίας, αφηγητές και χρονικογράφοι ανέφεραν όλα τα… …   Dictionary of Greek

  • υπερίστωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που γνωρίζει κάτι πολύ καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἴστωρ «αυτός που γνωρίζει καλά, έμπειρος»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»