-
1 πολυ-ώδυνος
πολυ-ώδυνος, sehr schmerzhaft, großen Schmerz verursachend, λαμπὰς ἔρωτος, Marian. Schol. 1 ( Plan. 201). – Häufiger pass., großen Schmerz leidend; Philoktet, Glauc. 5 ( Plan. 111); Pallad. 38 (XI, 386).
-
2 πολυώδυνος
A very painful,ἰός Theoc.25.238
; λαμπὰς [ ἔρωτος] APl.4.201.3 (Marian.);ἄλγος IG7.583.5
(Tanagra, V A.D.).II [voice] Pass., suffering great pain or distress, APl.4.111 (Glauc.);Νίκη AP11.386
(Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυώδυνος
-
3 πολυώδυνος
πολυ-ώδυνος, sehr schmerzhaft, großen Schmerz verursachend; pass., großen Schmerz leidend -
4 πολυωδυνος
См. также в других словарях:
πολυώδυνος — η, ο / πολυώδυνος, ον, ΝΑ 1. αυτός που προκαλεί πολλές οδύνες, πολύ οδυνηρός 2. αυτός που υποφέρει από μεγάλο πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. περι ώδυνος)] … Dictionary of Greek
πανώδυνος — ον, Α γεμάτος οδύνη, οδυνηρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ώδινος (< ὀδύνη), πρβλ. πολυ ώδυνος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
περιώδυνος — ον, Α 1. αυτός που προκαλεί πολύ ισχυρό πόνο 2. αυτός που αισθάνεται πολύ δυνατό πόνο. επίρρ... περιωδύνως με πολύ δυνατό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. αν ώδυνος)] … Dictionary of Greek
υπερώδυνος — ον, Α πάρα πολύ οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. ἐπ ώδυνος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek