-
1 πολυ-φυής
-
2 πολυφυής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφυής
-
3 πολυφυής
πολυ-φυής, ές, vielartig, mannigfaltig -
4 πολυφυης
2разделенный на много частей
См. также в других словарях:
πολυφυής — ές, ΝΑ αυτός που έχει πολλαπλή φύση, πολυειδής, πολύμορφος, πολυποίκιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυής (< φυή ή φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. ευ φυής, μεγαλο φυής] … Dictionary of Greek
ολοφυής — ὁλοφυής, ιων. τ. οὐλοφυής, ές (Α) 1. αυτός που συνίσταται από ένα μόνο τεμάχιο, ενιαίος, μονοκόμματος 2. (στον ιων. τ.) αυτός που βρίσκεται εξ ολοκλήρου στη φυσική του κατάσταση, τραχύς, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φυής (< φύω,… … Dictionary of Greek
πρωτοφυής — ές, ΝΑ αυτός που γεννήθηκε ή παράχθηκε πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + φυής (< φυή / φύος, τὸ < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. πολυ φυής] … Dictionary of Greek
υπερφυής — ές / ὑπερφυής, ές, ΝΜΑ 1. αυτός που υπερβαίνει τη φύση, που βρίσκεται πάνω από τον φυσικό κόσμο, υπερφυσικός (α. «υπερφυής κόσμος» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῡς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι. γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον.… … Dictionary of Greek