-
1 πολυφθόρος
πολυ-φθόρος, ον,A destroying many, fraught with death or ruin, ἁμέραι, ὄμβρος, Pi.N.8.31, I.5(4).49; of persons,π. ἐν δαΐ A.Th. 925
(lyr.).2 v. πολυφθονερός.II proparox. πολύφθορος, ον, [voice] Pass., utterly destroyed or ruined, Οἰχαλία, δῶμα, S.Tr. 477, El.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφθόρος
См. также в других словарях:
πολύφθορος — ον, ΜΑ (με παθ. σημ.) αυτός που περιπλανήθηκε πολύ, πολυπλάνητος αρχ. 1. ο ολοκληρωτικά κατεστραμμένος, ο παντελώς αφανισμένος («πολύφθορόν τε δῶμα Πελοπιδῶν», Σοφ.) 2. πιθ. αυτός που αψηφά φθορές και κινδύνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φθορος… … Dictionary of Greek
υστεροφθόρος — ον, Α (για τις Ερινύες) αυτός που φθείρει, που βλάπτει κάποιον μετά από μια πράξη («τούτων σε λωβητῆρες ὑστεροφθόροι λοχῶσιν Ἅιδου καὶ θεῶν Ἐρινύες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ἀλληλο φθόρος, πολυ φθόρος] … Dictionary of Greek
πολυφθόρος — ον, Α (με ενεργ σημ.) (για πρόσ. ή για πράγματα) αυτός που επιφέρει, που προκαλεί μεγάλη βλάβη ή αυτός που αφανίζει πολλούς, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «ἐν πολυφθόρῳ... Διὸς ὄμβρῳ», Πίνδ. β. «πάρεστιν εἰπεῖν ἐπ ἀθλίοισιν.... πολλὰ μὲν πολίτας,… … Dictionary of Greek