Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πολυ-φάρμᾰκος

См. также в других словарях:

  • πολυφάρμακος — ον, Α 1. αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή βότανα 2. αυτός που γνωρίζει πολλά μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς δῶμα», Ομ. Οδ.) 3. (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει αφθονία θεραπευτικών ή δηλητηριωδών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»