-
1 πολυφάρμακος
πολυ-φάρμᾰκος, ον,A knowing many drugs or charms,ἰητροί Il.16.28
;Κίρκη Od.10.276
;Παιών Sol.13.57
; of Medea, A.R. 3.27.2 given to the use of drugs, Gal.10.169.3 of countries, abounding in healing or poisonous herbs,Τυρρηνία Thphr.HP9.15.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυφάρμακος
-
2 πολυφάρμακος
πολυ - φάρμακος: skilled in drugs, Il. 16.28, Od. 10.276.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυφάρμακος
См. также в других словарях:
πολυφάρμακος — ον, Α 1. αυτός που γνωρίζει πολλά φάρμακα ή βότανα 2. αυτός που γνωρίζει πολλά μαγικά φίλτρα ή πολλές γητειές («Κίρκης ἵζεσθαι πολυφαρμάκου ἐς δῶμα», Ομ. Οδ.) 3. (για χώρες ή τόπους) αυτός που παρουσιάζει αφθονία θεραπευτικών ή δηλητηριωδών… … Dictionary of Greek