-
1 πολυταρβης
См. также в других словарях:
πολυταρβής — ές, ΜΑ πάρα πολύ φοβισμένος, τρομαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), πρβλ. βαρυ ταρβής] … Dictionary of Greek
πανταρβής — ές, Α αυτός που φοβάται τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), πρβλ. πολυ ταρβής] … Dictionary of Greek
εριταρβής — ἐριταρβής, ές (Α) αυτός που φοβάται υπερβολικά, ο πολύ δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. α ταρβής, βαρυ ταρβής)] … Dictionary of Greek