-
1 πολυ-σπερχής
πολυ-σπερχής, ές, sehr eilend, eifrig, VLL.
-
2 πολυσπερχής
πολυ-σπερχής, ές,A very diligent, zealous, Eust.1385.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυσπερχής
-
3 πολυσπερχής
πολυ-σπερχής, ές, sehr eilend, eifrig
См. также в других словарях:
πολυσπερχής — ές, Μ πολύ δραστήριος ή πολύ πρόθυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπερχής (< σπέρχομαι «σπεύδω, βιάζομαι»)] … Dictionary of Greek
περισπερχής — ές, Α 1. πολύ ταχύς, βίαιος, ορμητικός, βιαστικός («ὦ περισπερχές πάθος» βιαστικό, ξαφνικό κακό, Σοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «περιώδυνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπερχής (< *σπέρχος < σπέρχω, ομαι «θέτω σε ταχεία κίνηση, είμαι οργισμένος»),… … Dictionary of Greek