Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολυ-σκελής

См. также в других словарях:

  • μονοσκελής — ές (Α μονοσκελής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει ένα μόνο σκέλος αρχ. αυτός που στέκεται μόνο στο ένα σκέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. πολυ σκελής] …   Dictionary of Greek

  • ομοιοσκελής — ὁμοιοσκελής, ές (Α) αυτός που έχει όμοια σκέλη («κῶλα ὁμοιοσκελῆ», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. πολυ σκελής] …   Dictionary of Greek

  • πολυσκελής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλά σκέλη 2. μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές μορφές ή πολλές διαβαθμίσεις («τὸ πολυσκελές καὶ κτηνῶδες... πάθος τήν έπιθυμίαν», Κλήμ. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. ισο σκελής] …   Dictionary of Greek

  • ασκελής — (I) ἀσκελής, ές (Α) 1. ο πολύ ταλαιπωρημένος, ο καταβεβλημένος 2. επίρρ. ἀσκελές (αιτ. ουδ.) και ἀσκελέως επίμονα, τραχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως τύπος με πολλές ερμηνευτικές δυσχέρειες. Μαρτυρείται στον Όμηρο και τον Νίκανδρο. Το θέμα… …   Dictionary of Greek

  • περισκελής — (I) ές, ΜΑ 1. (για τον σίδηρο) πολύ σκληρός, τραχύς («τὸν ἐγκρατέστατον σίδηρον ὀπτὸν ἐκ πυρὸς περισκελῆ θραυσθέντα», Σοφ.) 2. μτφ. πολύ επίμονος, ισχυρογνώμων, σκληροτράχηλος («περισκελεῑς φρένες», Σοφ.) 3. (για φάρμακο) δριμύς, δραστικός,… …   Dictionary of Greek

  • μακροσκελής — ές (AM μακροσκελής, ές) αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια νεοελλ. 1. (για προφορικό ή γραπτό λόγο) αυτός που αποτελείται από μακρές περιόδους, μακροπερίοδος 2. εκτεταμένος, πολύ διεξοδικός («μακροσκελές άρθρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • τετρασκελής — ές, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερα σκέλη ή τέσσερα πόδια αρχ. 1. (για επίδεσμο) αυτός που έχει τέσσερα άκρα 2. (για ψυχικό πάθος) πολύ μεγάλος 3. φρ. α) «τετρασκελής οἰωνός» είδος γρύπου, μυθικού ζώου με κεφάλι και φτερούγες αετού και με σώμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»