Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

πολυ-σθενής

См. также в других словарях:

  • ευσθενής — εὐσθενής, ές (ΑΜ, Α και επικ. τ. ἐϋσθενής, ές) 1. αυτός που έχει σθένος, ο δυνατός, ο ρωμαλέος 2. στερεός, σταθερός («εὐσθενεστάτῃ πίστει λογισμοῡ»). επίρρ... εὐσθενῶς (ΑΜ) με σθένος, με δύναμη μσν. φρ. «εὐσθενῶς ἔχω» έχω το σθένος, έχω τη δύναμη …   Dictionary of Greek

  • πολυσθενής — ές, ΝΑ, και επικ. τ. πουλυσθενής Α νεοελλ. χημ. αυτός τού οποίου το σθένος είναι πάνω από ένα αρχ. αυτός που έχει πολύ σθένος, πολλή δύναμη, πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σθενής (< σθένος)] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοσθενής — μεγαλοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, πολύ ισχυρός («δεῑξαι τῆς μεγαλοσθενοῡς αὐτοῡ χειρὸς κράτος ἔθνεσιν ὑπερηφάνοις», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, ευρυ σθενής] …   Dictionary of Greek

  • περισθενής — ές, Α υπέρμετρα ισχυρός, πολύ δυνατός («σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ περισθενεῑ», Πίνδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σθενής (< σθένος), πρβλ. α σθενής] …   Dictionary of Greek

  • ερισθενής — ἐρισθενής, ές (Α) (για τον Δία) πολύ ισχυρός, μεγαλοδύναμος («Διός εὔχετ’ ἐρισθενέος πάις εἶναι» καυχιέται ότι είναι γιος τού μεγαλοδύναμου Δία, Ομ. Ιλ.) επίσης για τον Ποσειδώνα, για τις Ερινύες, για ανθρώπους και για πράγματα. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»