-
1 πολυπευθης
См. также в других словарях:
νεοπευθής — νεοπευθής, ές (Α) αυτός που έγινε γνωστός πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. πολυ πευθής] … Dictionary of Greek
πολυπευθής — ές, Α φρ. «ἑβδόμη πολυπευθής» η μέρα κατά την οποία πολλοί ζητούσαν προβλέψεις για το μέλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεο πευθής] … Dictionary of Greek